- μαϊμουδίτσα
- η [μαϊμού]1. μικρή μαϊμού2. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
πιθήκιο(ν) — το, ΝΜΑ [πίθηκος] (υποκορ. τού πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα νεοελλ. ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά αρχ. 1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω… … Dictionary of Greek
πιθηκίς — ἡ, Μ μαϊμουδίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + υποκορ. κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek